Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ceròtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧeˈrɔtto]

το τσιρότο, ο λευκοπλάστης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cerotico cerretano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cerone (ουσ αρσ )
ceroplastica (θηλ.ουσ)
ceroplastico (επίθ.)
ceroso (επίθ.)
cerotico (επίθ.)
cerotto (ουσ αρσ )
cerretano (ουσ αρσ )
cerreto (ουσ αρσ )
cerro (ουσ αρσ )
certame (ουσ αρσ )
certamente (επίρ.)
certezza (θηλ.ουσ)
certificare (ρ. μτβ.)
certificato (ουσ αρσ )
certificazione (θηλ.ουσ)
certo (ουσ αρσ )
certo (επίθ.)
certo (οριστ. αντων.)
certo (επίρ.)
certosa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---