Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


certificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧertifiˈkare]

1 βεβαιώνω
2 πιστοποιώ
3 ισχυρίζομαι
4 εγγυώμαι
5 εγγυοδοτώ
6 επικυρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  certezza certificato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cerreto (ουσ αρσ )
cerro (ουσ αρσ )
certame (ουσ αρσ )
certamente (επίρ.)
certezza (θηλ.ουσ)
certificare (ρ. μτβ.)
certificato (ουσ αρσ )
certificazione (θηλ.ουσ)
certo (ουσ αρσ )
certo (επίθ.)
certo (οριστ. αντων.)
certo (επίρ.)
certosa (θηλ.ουσ)
certosino (αρσ. επίθ και ουσ)
certuni (οριστ. αντων.)
certuno (οριστ. επίθ.)
cerulo (επίθ.)
cerume (ουσ αρσ )
cerusico (ουσ αρσ )
cerussa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---