cèrto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛrto]
1 σιγουριά
2 εγγύηση
3 βεβαιότητα
cèrto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛrto]
1 βέβαιος (-η, -ο)
2 (qualche) μερικός (-ή, -ό)
cèrto
οριστική αντωνυμία
Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛrto]
(al plurale: ((certi))) κάποιοι, μερικοί, ορισμένοι
cèrto
επίρρημα
Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛrto]
βεβαίως
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛrto]
1 σιγουριά
2 εγγύηση
3 βεβαιότητα
cèrto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛrto]
1 βέβαιος (-η, -ο)
2 (qualche) μερικός (-ή, -ό)
cèrto
οριστική αντωνυμία
Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛrto]
(al plurale: ((certi))) κάποιοι, μερικοί, ορισμένοι
cèrto
επίρρημα
Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛrto]
βεβαίως
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
a certe condizioni = υπό όρους || certe cose [θήλ. πλυθ.] = κάτι τέτοια || in un certo senso = από μιά άποψη
certo (ουσ αρσ )
certo (επίθ.)
certo (οριστ. αντων.)
certo (επίρ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android