Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


certosìno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧertoˈzino], [ʧertoˈsino]

1 ερημίτης
2 απομονωμένος άνθρωπος
3 μοναχός καρθουσιανού τάγματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  certosa certuni  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

certo (ουσ αρσ )
certo (επίθ.)
certo (οριστ. αντων.)
certo (επίρ.)
certosa (θηλ.ουσ)
certosino (αρσ. επίθ και ουσ)
certuni (οριστ. αντων.)
certuno (οριστ. επίθ.)
cerulo (επίθ.)
cerume (ουσ αρσ )
cerusico (ουσ αρσ )
cerussa (θηλ.ουσ)
cerussite (θηλ.ουσ)
cerva (θηλ.ουσ)
cervellaccio (ουσ αρσ )
cervelletto (ουσ αρσ )
cervellino (ουσ αρσ )
cervello (ουσ αρσ )
cervellone (ουσ αρσ )
cervellotico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---