Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcervellóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʧervelˈlone] 1 βλάκας 2 εφευρέτης 3 ξερόλας (αυτός που τα ξέρει όλα) 4 εγκέφαλος έξυπνος 5 μεγάλος ηλεκτρονικός εγκέφαλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |