Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cervellùto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʧervelˈluto]

1 οξύνους
2 έξυπνος
3 πανέξυπνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cervellotico cervicale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cervelletto (ουσ αρσ )
cervellino (ουσ αρσ )
cervello (ουσ αρσ )
cervellone (ουσ αρσ )
cervellotico (επίθ.)
cervelluto (επίθ.)
cervicale (θηλ. επίθ και ουσ)
cervicapra (θηλ.ουσ)
cervice (θηλ.ουσ)
cervino (επίθ.)
cervo (ουσ αρσ )
cesare (ουσ αρσ )
cesareo (επίθ.)
cesariano (αρσ. επίθ και ουσ)
cesarismo (ουσ αρσ )
cesellamento (ουσ αρσ )
cesellare (ρ. μτβ.)
cesellatore (ουσ αρσ )
cesellatura (θηλ.ουσ)
cesello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---