Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cèrvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛrvo]

το ελάφι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cervino cesare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cervelluto (επίθ.)
cervicale (θηλ. επίθ και ουσ)
cervicapra (θηλ.ουσ)
cervice (θηλ.ουσ)
cervino (επίθ.)
cervo (ουσ αρσ )
cesare (ουσ αρσ )
cesareo (επίθ.)
cesariano (αρσ. επίθ και ουσ)
cesarismo (ουσ αρσ )
cesellamento (ουσ αρσ )
cesellare (ρ. μτβ.)
cesellatore (ουσ αρσ )
cesellatura (θηλ.ουσ)
cesello (ουσ αρσ )
cesio (ουσ αρσ )
cesoia (θηλ.ουσ)
cespite (ουσ αρσ )
cespo (ουσ αρσ )
cespuglio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---