Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cèspite, céspite  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛspite], [ˈʧespite]

πηγή εσόδων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cesoia cespo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cesellatore (ουσ αρσ )
cesellatura (θηλ.ουσ)
cesello (ουσ αρσ )
cesio (ουσ αρσ )
cesoia (θηλ.ουσ)
cespite (ουσ αρσ )
cespo (ουσ αρσ )
cespuglio (ουσ αρσ )
cespuglioso (επίθ.)
cessare (ρ. μτβ.)
cessazione (θηλ.ουσ)
cessionario (αρσ. επίθ και ουσ)
cessione (θηλ.ουσ)
cesso (ουσ αρσ )
cesta (θηλ.ουσ)
cestaio (ουσ αρσ )
cestello (ουσ αρσ )
cestinare (ρ. μτβ.)
cestino (ουσ αρσ )
cestista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---