Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cessazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧessatˈtsjone]

1 παύση
2 κατάπαυση
3 διακοπή
4 σταμάτημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cessare cessionario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cespite (ουσ αρσ )
cespo (ουσ αρσ )
cespuglio (ουσ αρσ )
cespuglioso (επίθ.)
cessare (ρ. μτβ.)
cessazione (θηλ.ουσ)
cessionario (αρσ. επίθ και ουσ)
cessione (θηλ.ουσ)
cesso (ουσ αρσ )
cesta (θηλ.ουσ)
cestaio (ουσ αρσ )
cestello (ουσ αρσ )
cestinare (ρ. μτβ.)
cestino (ουσ αρσ )
cestista (ουσ αρσ και θηλ.)
cesto (ουσ αρσ )
cestode (ουσ αρσ )
cestone (ουσ αρσ )
cesura (θηλ.ουσ)
cetacei (ουσ αρσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---