Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcessazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʧessatˈtsjone] 1 παύση 2 κατάπαυση 3 διακοπή 4 σταμάτημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |