Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


césto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧesto]

1 στάχυ
2 κεφάλι
3 γυναικεία ζώνη
4 καλάθι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cestista cestode  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cestaio (ουσ αρσ )
cestello (ουσ αρσ )
cestinare (ρ. μτβ.)
cestino (ουσ αρσ )
cestista (ουσ αρσ και θηλ.)
cesto (ουσ αρσ )
cestode (ουσ αρσ )
cestone (ουσ αρσ )
cesura (θηλ.ουσ)
cetacei (ουσ αρσ πληθ.)
cetaceo (ουσ αρσ )
cetano (ουσ αρσ )
ceto (ουσ αρσ )
cetra (θηλ.ουσ)
cetrangolo (ουσ αρσ )
cetriolino (ουσ αρσ )
cetriolo (ουσ αρσ )
cha–cha–cha (ουσ αρσ )
chaise-longue (θηλ.ουσ)
chalet (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---