Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcètra, cétra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛtra], [ˈʧetra] 1 κιθάρα (είδος) 2 αρχαία ελληνική λύρα 3 αρχαία ελληνική άρπα 4 ποίηση 5 λύρα 6 σαντούρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |