Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcèto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛto] 1 τάξη 2 βαθμός 3 κοινωνική τάξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |