Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cèto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛto]

1 τάξη
2 βαθμός
3 κοινωνική τάξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cetano cetra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cestone (ουσ αρσ )
cesura (θηλ.ουσ)
cetacei (ουσ αρσ πληθ.)
cetaceo (ουσ αρσ )
cetano (ουσ αρσ )
ceto (ουσ αρσ )
cetra (θηλ.ουσ)
cetrangolo (ουσ αρσ )
cetriolino (ουσ αρσ )
cetriolo (ουσ αρσ )
cha–cha–cha (ουσ αρσ )
chaise-longue (θηλ.ουσ)
chalet (ουσ αρσ )
champagne (ουσ αρσ )
chansonnier (ουσ αρσ )
chanteuse (θηλ.ουσ)
chantilly (ουσ αρσ και θηλ.)
chaperon (ουσ αρσ )
charleston (ουσ αρσ )
charlotte (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---