Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcetràngolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʧeˈtrangolo] νεραντζιά citrus aurantium (χρησιμοποίησε καλύτερα το cedrangolo) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |