Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


charter  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧarter]

αεροπλάνο τσάρτερ

charter  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧarter]

ναυλωμένος (για αεροσκάφος)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  charlotte chartreuse  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chanteuse (θηλ.ουσ)
chantilly (ουσ αρσ και θηλ.)
chaperon (ουσ αρσ )
charleston (ουσ αρσ )
charlotte (θηλ.ουσ)
charter (ουσ αρσ )
charter (επίθ.)
chartreuse (θηλ.ουσ)
chassis (ουσ αρσ )
chauffeur (ουσ αρσ )
che (αντων.)
che (σύνδ.)
che (επιφ.)
checche (αντων.)
checchessia (οριστ. αντων.)
checkup (ουσ αρσ )
chef (ουσ αρσ )
chela (θηλ.ουσ)
chelato (επίθ.)
chellerina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---