Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chellerìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kelleˈrina]

μπάργουμαν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chelato chemin–de–fer  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

checchessia (οριστ. αντων.)
checkup (ουσ αρσ )
chef (ουσ αρσ )
chela (θηλ.ουσ)
chelato (επίθ.)
chellerina (θηλ.ουσ)
chemin–de–fer (ουσ αρσ )
chemiochirurgia (θηλ.ουσ)
chemiochirurgico (επίθ.)
chemiotassi (θηλ.ουσ)
chemioterapia (θηλ.ουσ)
chemioterapico (επίθ.)
chemiotropico (επίθ.)
chemiotropismo (ουσ αρσ )
chemisier (ουσ αρσ )
chenopodiacee (θηλ. ουσ πληθ.)
chenopodio (ουσ αρσ )
chepì (ουσ αρσ )
cheppì (ουσ αρσ )
chèque (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---