Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cheppì  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kepˈpi]

πιλήκιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chepì chèque  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chemiotropismo (ουσ αρσ )
chemisier (ουσ αρσ )
chenopodiacee (θηλ. ουσ πληθ.)
chenopodio (ουσ αρσ )
chepì (ουσ αρσ )
cheppì (ουσ αρσ )
chèque (ουσ αρσ )
cheratina (θηλ.ουσ)
cheratinizzare (ρ. μτβ.)
cheratinizzazione (θηλ.ουσ)
cheratite (θηλ.ουσ)
cheratoplastica (θηλ.ουσ)
chermes (ουσ αρσ )
cherosene (ουσ αρσ )
cherubico (επίθ.)
cherubino (ουσ αρσ )
chetare (ρ. μτβ.)
chetarsi (ρ. μ. αμτβ.)
cheto (επίθ.)
chetone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---