Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcheratoplàstica
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,kɛratoˈplastika] 1 αυτοπλαστική κερατοειδούς 2 κερατοειδοπλαστική permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |