Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chiàcchiera  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkjakkjera]

1 η φλυαρία, το κουτσομπολιό
2 (chiacchiere, pl.) οι κουβέντες (f.)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chi chiacchierare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare due chiacchiere = κουβενδιάζω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chetone (ουσ αρσ )
chetonico (επίθ.)
chevreau (θηλ.ουσ)
chewing–gum (ουσ αρσ )
chi (αντων.)
chiacchiera (θηλ.ουσ)
chiacchierare (ρ.αμτβ.)
chiacchierata (θηλ.ουσ)
chiacchiericcio (ουσ αρσ )
chiacchierino (ουσ αρσ )
chiacchierino (επίθ.)
chiacchierio (ουσ αρσ )
chiacchierone (ουσ αρσ )
chiacchierone (επίθ.)
chiama (θηλ.ουσ)
chiamare (ρ. μτβ.)
chiamarsi (ρ. μ. αμτβ.)
chiamata (θηλ.ουσ)
chianti (ουσ αρσ )
chiappa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---