Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chiacchieràta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kjakkjeˈrata]

1 μωρολογία
2 φλυαρία
3 κουτσομπολιό
4 κουβεντολόι
5 πολυλογία
6 ασυναρτησία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chiacchierare chiacchiericcio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chevreau (θηλ.ουσ)
chewing–gum (ουσ αρσ )
chi (αντων.)
chiacchiera (θηλ.ουσ)
chiacchierare (ρ.αμτβ.)
chiacchierata (θηλ.ουσ)
chiacchiericcio (ουσ αρσ )
chiacchierino (ουσ αρσ )
chiacchierino (επίθ.)
chiacchierio (ουσ αρσ )
chiacchierone (ουσ αρσ )
chiacchierone (επίθ.)
chiama (θηλ.ουσ)
chiamare (ρ. μτβ.)
chiamarsi (ρ. μ. αμτβ.)
chiamata (θηλ.ουσ)
chianti (ουσ αρσ )
chiappa (θηλ.ουσ)
chiappanuvole (ουσ αρσ και θηλ.)
chiappare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---