Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chiamàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kjaˈmare]

1 καλώ
2 (a voce) φωνάζω
3 (denominare) ονομάζω

chiamàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kjaˈmarsi]

ονομάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chiama chiamata  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


chiamare qualcuno al telefono = πέρνω τηλέφωνο || chiamare soccorso = φωνάζω βοήθεια || chiamarsi fuori = πάω πάσο || Lei come si chiama? = πώς Σας λένε; || mi chiamo Giorgio = με λένε Γεώργιος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chiacchierino (επίθ.)
chiacchierio (ουσ αρσ )
chiacchierone (ουσ αρσ )
chiacchierone (επίθ.)
chiama (θηλ.ουσ)
chiamare (ρ. μτβ.)
chiamarsi (ρ. μ. αμτβ.)
chiamata (θηλ.ουσ)
chianti (ουσ αρσ )
chiappa (θηλ.ουσ)
chiappanuvole (ουσ αρσ και θηλ.)
chiappare (ρ. μτβ.)
chiapparello (ουσ αρσ )
chiapperello (ουσ αρσ )
chiara (θηλ.ουσ)
chiaramente (επίρ.)
chiaretto (ουσ αρσ )
chiarezza (θηλ.ουσ)
chiarificante (επίθ.)
chiarificare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---