Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόchiarificànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kjarifiˈkante] 1 ουσία διαλεύκανσης 2 αυτός που ξεκαθαρίζει ή διευκρινίζει κάτι 3 διευκρινιστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |