ItalianoGreco


chiaróre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kjaˈrore]

1 αμυδρό φως
2 φεγγαράδα
3 αχτίδα φωτός
4 φέγγος
5 φεγγαρόφωτο
6 αστροφεγγιά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---