Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόchiàsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkjazmo], [kiˈazmo] 1 χιασμός 2 οπτικό χίασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |