Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chiassàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kjasˈsata]

1 σαματάς
2 ξεφάντωμα
3 πατιρντί
4 καβγάς
5 φασαρία
6 λογομαχία
7 θόρυβος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chiasmo chiassile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chiaroveggente (ουσ αρσ και θηλ.)
chiaroveggente (επίθ.)
chiaroveggenza (θηλ.ουσ)
chiasma (ουσ αρσ )
chiasmo (ουσ αρσ )
chiassata (θηλ.ουσ)
chiassile (ουσ αρσ )
chiasso (ουσ αρσ )
chiassone (ουσ αρσ )
chiassone (επίθ.)
chiassosità (θηλ.ουσ)
chiassoso (επίθ.)
chiatta (θηλ.ουσ)
chiavaccio (ουσ αρσ )
chiavaio (ουσ αρσ )
chiavaiolo (ουσ αρσ )
chiavarda (θηλ.ουσ)
chiavare (ρ. μτβ.)
chiavata (θηλ.ουσ)
chiave (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---