Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόchiassóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kjasˈsoso], [kjasˈsozo] 1 επιδεικτικός 2 φανταχτερός 3 φιγουράτος 4 θορυβώδης 5 σαματατζίδικος 6 στολισμένος επιδεικτικά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |