Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόchiavaiòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kjavaˈjɔlo] 1 κλειθροποιός 2 κλειδαράς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |