Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chiavaiòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kjavaˈjɔlo]

1 κλειθροποιός
2 κλειδαράς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chiavaio chiavarda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chiassosità (θηλ.ουσ)
chiassoso (επίθ.)
chiatta (θηλ.ουσ)
chiavaccio (ουσ αρσ )
chiavaio (ουσ αρσ )
chiavaiolo (ουσ αρσ )
chiavarda (θηλ.ουσ)
chiavare (ρ. μτβ.)
chiavata (θηλ.ουσ)
chiave (θηλ.ουσ)
chiavetta (θηλ.ουσ)
chiavica (θηλ.ουσ)
chiavistello (ουσ αρσ )
chiazza (θηλ.ουσ)
chiazzare (ρ. μτβ.)
chiazzatura (θηλ.ουσ)
chic (αρσ. επίθ και ουσ)
chicca (θηλ.ουσ)
chicchera (θηλ.ουσ)
chicchessia (οριστ. αντων.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---