Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chiàtta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkjatta]

1 βάρκα χωρίς καρίνα χρησιμοποιούμενη ως τμήμα γέφυρας
2 καΐκι
3 μαούνα φορτώματος ή ξεφορτώματος πλοίου
4 βάρκα (του λιμανιού)
5 φορτηγίδα
6 μαούνα
7 σχεδία
8 βάρκα με επίπεδη καρίνα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chiassoso chiavaccio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chiasso (ουσ αρσ )
chiassone (ουσ αρσ )
chiassone (επίθ.)
chiassosità (θηλ.ουσ)
chiassoso (επίθ.)
chiatta (θηλ.ουσ)
chiavaccio (ουσ αρσ )
chiavaio (ουσ αρσ )
chiavaiolo (ουσ αρσ )
chiavarda (θηλ.ουσ)
chiavare (ρ. μτβ.)
chiavata (θηλ.ουσ)
chiave (θηλ.ουσ)
chiavetta (θηλ.ουσ)
chiavica (θηλ.ουσ)
chiavistello (ουσ αρσ )
chiazza (θηλ.ουσ)
chiazzare (ρ. μτβ.)
chiazzatura (θηλ.ουσ)
chic (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---