ItalianoGreco


chiassóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kjasˈsone]

1 ταραξίας
2 καπετάν φασαρίας
3 σαματατζής
4 θορυβοποιός
5 ταραχοποιός

chiassóne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kjasˈsone]

θορυβώδης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---