Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόchiàvica
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈkjavika] 1 υπόνομος 2 οχετός 3 αυλάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |