Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chicchiriàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kikkiˈrjare]

1 κράζω
2 λαλώ (για κόκορα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chicchessia chicchirichì  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chiazzatura (θηλ.ουσ)
chic (αρσ. επίθ και ουσ)
chicca (θηλ.ουσ)
chicchera (θηλ.ουσ)
chicchessia (οριστ. αντων.)
chicchiriare (ρ.αμτβ.)
chicchirichì (ουσ αρσ )
chicco (ουσ αρσ )
chiedere (ρ.αμτβ.)
chiedere (ρ. μτβ.)
chiedersi (ρ.μ. (αντων.))
chierica (θηλ.ουσ)
chiericato (αρσ. επίθ και ουσ)
chierichetto (ουσ αρσ )
chierico (ουσ αρσ )
chiesa (θηλ.ουσ)
chiesastico (επίθ.)
chiesetta (θηλ.ουσ)
chiesina (θηλ.ουσ)
chiesuola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---