Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόchicchiriàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [kikkiˈrjare] 1 κράζω 2 λαλώ (για κόκορα) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |