Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόchiérico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkjeriko] 1 σπουδαστής ιερατικής σχολής 2 κληρικός 3 παπαδάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |