Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόchiesuòla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kjezuˈɔla] 1 κλίκα 2 θήκη πυξίδας και λάμπα πλοίου 3 εκκλησάκι 4 φράξια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |