Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chilogràmmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kiloˈgrammetro]

χιλιογραμμόμετρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chilociclo chilogrammo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chilificazione (θηλ.ουσ)
chilo (ουσ αρσ )
chiloampère (ουσ αρσ )
chilocaloria (θηλ.ουσ)
chilociclo (ουσ αρσ )
chilogrammetro (ουσ αρσ )
chilogrammo (ουσ αρσ )
chilohertz (ουσ αρσ )
chilolitro (ουσ αρσ )
chilometraggio (ουσ αρσ )
chilometrico (αρσ. επίθ και ουσ)
chilometro (ουσ αρσ )
chilopodi (ουσ αρσ πληθ.)
chilowatt (ουσ αρσ )
chilowattora (ουσ αρσ )
chimera (θηλ.ουσ)
chimerico (επίθ.)
chimica (θηλ.ουσ)
chimico (ουσ αρσ )
chimico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---