Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chilificazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kilifikatˈtsjone]

χυλοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chilificare chilo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chiglia (θηλ.ουσ)
chignon (ουσ αρσ )
chihuahua (ουσ αρσ )
chilifero (επίθ.)
chilificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
chilificazione (θηλ.ουσ)
chilo (ουσ αρσ )
chiloampère (ουσ αρσ )
chilocaloria (θηλ.ουσ)
chilociclo (ουσ αρσ )
chilogrammetro (ουσ αρσ )
chilogrammo (ουσ αρσ )
chilohertz (ουσ αρσ )
chilolitro (ουσ αρσ )
chilometraggio (ουσ αρσ )
chilometrico (αρσ. επίθ και ουσ)
chilometro (ουσ αρσ )
chilopodi (ουσ αρσ πληθ.)
chilowatt (ουσ αρσ )
chilowattora (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---