Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chìlowatt, chilowàtt  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkilovat], [,kiloˈvat]

κιλοβάτ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chilopodi chilowattora  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chilolitro (ουσ αρσ )
chilometraggio (ουσ αρσ )
chilometrico (αρσ. επίθ και ουσ)
chilometro (ουσ αρσ )
chilopodi (ουσ αρσ πληθ.)
chilowatt (ουσ αρσ )
chilowattora (ουσ αρσ )
chimera (θηλ.ουσ)
chimerico (επίθ.)
chimica (θηλ.ουσ)
chimico (ουσ αρσ )
chimico (επίθ.)
chimismo (ουσ αρσ )
chimo (ουσ αρσ )
chimono (ουσ αρσ )
china (θηλ.ουσ)
chinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
chinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
chinato (ουσ αρσ )
chincaglie (θηλ. ουσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---