Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chimòno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kiˈmɔno]

κιμονό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chimo china  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chimica (θηλ.ουσ)
chimico (ουσ αρσ )
chimico (επίθ.)
chimismo (ουσ αρσ )
chimo (ουσ αρσ )
chimono (ουσ αρσ )
china (θηλ.ουσ)
chinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
chinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
chinato (ουσ αρσ )
chincaglie (θηλ. ουσ πληθ.)
chincagliere (ουσ αρσ )
chincaglieria (θηλ.ουσ)
chinina (θηλ.ουσ)
chinino (ουσ αρσ )
chinone (ουσ αρσ )
chinotto (ουσ αρσ )
chintz (ουσ αρσ )
chiò (ουσ αρσ )
chioccia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---