Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόchincaglière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kinkaˈʎʎɛre] 1 ψιλικατζής 2 πωλητής ειδών κιγκαλερίας 3 πωλητής διακοσμητικών αντικειμένων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |