Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόchìna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈkina] 1 δέντρο παραγωγής κινίνης 2 δέντρο cinchona ledgeriana 3 σινική μελάνη 4 κατάβαση 5 πλαγιά 6 κατηφοριά 7 κατηφόρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |