Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chiocciàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kjotˈʧare]

1 κλωσώ
2 κακαρίζω
3 κάνω ήχο κακαρίσματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chioccia chiocciata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chinone (ουσ αρσ )
chinotto (ουσ αρσ )
chintz (ουσ αρσ )
chiò (ουσ αρσ )
chioccia (θηλ.ουσ)
chiocciare (ρ.αμτβ.)
chiocciata (θηλ.ουσ)
chioccio (επίθ.)
chiocciola (θηλ.ουσ)
chioccolare (ρ.αμτβ.)
chioccolatore (ουσ αρσ )
chioccolio (ουσ αρσ )
chioccolo (ουσ αρσ )
chiodaia (θηλ.ουσ)
chiodaio (ουσ αρσ )
chiodaiolo (ουσ αρσ )
chiodame (ουσ αρσ )
chiodato (αρσ. επίθ και ουσ)
chiodatrice (θηλ.ουσ)
chiodatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---