Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chiodàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kjoˈdato]

1 αγκαθωτός
2 που έχει καρφιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chiodame chiodatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chioccolo (ουσ αρσ )
chiodaia (θηλ.ουσ)
chiodaio (ουσ αρσ )
chiodaiolo (ουσ αρσ )
chiodame (ουσ αρσ )
chiodato (αρσ. επίθ και ουσ)
chiodatrice (θηλ.ουσ)
chiodatura (θηλ.ουσ)
chioderia (θηλ.ουσ)
chiodino (ουσ αρσ )
chiodo (ουσ αρσ )
chioma (θηλ.ουσ)
chiomato (επίθ.)
chiosa (θηλ.ουσ)
chiosare (ρ. μτβ.)
chiosatore (ουσ αρσ )
chiosco (ουσ αρσ )
chiostra (θηλ.ουσ)
chiostro (ουσ αρσ )
chiotto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---