Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόchiodaiòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kjodaˈjɔlo] 1 κατασκευαστής καρφιών 2 πρόσωπο με πολλά χρέη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |