Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chiòsco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkjɔsko]

το περίπτερο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chiosatore chiostra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chioma (θηλ.ουσ)
chiomato (επίθ.)
chiosa (θηλ.ουσ)
chiosare (ρ. μτβ.)
chiosatore (ουσ αρσ )
chiosco (ουσ αρσ )
chiostra (θηλ.ουσ)
chiostro (ουσ αρσ )
chiotto (επίθ.)
chiovolo (ουσ αρσ )
chiozzotta (θηλ.ουσ)
chiragra (θηλ.ουσ)
chirografario (αρσ. επίθ και ουσ)
chirografo (ουσ αρσ )
chiromante (ουσ αρσ και θηλ.)
chiromantico (επίθ.)
chiromanzia (θηλ.ουσ)
chiropratica (θηλ.ουσ)
chiropratico (αρσ. επίθ και ουσ)
chirotteri (ουσ αρσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---