Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chirografàrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kirograˈfarjo]

χειρογραφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chiragra chirografo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chiostro (ουσ αρσ )
chiotto (επίθ.)
chiovolo (ουσ αρσ )
chiozzotta (θηλ.ουσ)
chiragra (θηλ.ουσ)
chirografario (αρσ. επίθ και ουσ)
chirografo (ουσ αρσ )
chiromante (ουσ αρσ και θηλ.)
chiromantico (επίθ.)
chiromanzia (θηλ.ουσ)
chiropratica (θηλ.ουσ)
chiropratico (αρσ. επίθ και ουσ)
chirotteri (ουσ αρσ πληθ.)
chirurgia (θηλ.ουσ)
chirurgico (αρσ. επίθ και ουσ)
chirurgo (ουσ αρσ )
Chisciotte (ουσ αρσ )
chisciottesco (επίθ.)
chissà (επίρ.)
chitarra (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---