Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chirùrgico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kiˈrurʤiko]

χειρουργικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chirurgia chirurgo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chiromanzia (θηλ.ουσ)
chiropratica (θηλ.ουσ)
chiropratico (αρσ. επίθ και ουσ)
chirotteri (ουσ αρσ πληθ.)
chirurgia (θηλ.ουσ)
chirurgico (αρσ. επίθ και ουσ)
chirurgo (ουσ αρσ )
Chisciotte (ουσ αρσ )
chisciottesco (επίθ.)
chissà (επίρ.)
chitarra (θηλ.ουσ)
chitarrista (ουσ αρσ )
chitarrista (θηλ.ουσ)
chitina (θηλ.ουσ)
chitinoso (επίθ.)
chitone (ουσ αρσ )
chiudenda (θηλ.ουσ)
chiudere (ρ.αμτβ.)
chiudere (ρ. μτβ.)
chiudersi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---