ItalianoGreco


chiùdere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkjudere]

1 τελειώνω
2 κλείνομαι
3 αποτελειώνω
4 γίνομαι αναίσθητος
5 κλειδώνομαι
6 περιορίζομαι

chiùdere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkjudere]

1 κλείνω, κλείω
2 (a chiave) κλειδώνω

chiùdersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈkjudersi]

κλείνομαι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


chiudere un occhio = κάνω τα στραβά μάτια



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---