Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chiùrlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkjurlo]

πτηνό γένους numenius


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chiurlare chiusa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chiudersi (ρ.μ. (αντων.))
chiudilettera (ουσ αρσ )
chiudiporta (ουσ αρσ )
chiunque (αντων.)
chiurlare (ρ.αμτβ.)
chiurlo (ουσ αρσ )
chiusa (θηλ.ουσ)
chiusino (ουσ αρσ )
chiuso (ουσ αρσ )
chiuso (επίθ.)
chiusura (θηλ.ουσ)
choc (ουσ αρσ )
chow–chow (ουσ αρσ )
ci (ουσ αρσ και θηλ.)
ci (αντων.)
ci (επίρ.)
ciabatta (θηλ.ουσ)
ciabattaio (ουσ αρσ )
ciabattare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ciabattata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---