Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόchiùso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkjuso] 1 περίφραξη 2 μάντρα 3 μαντρί 4 μυρουδιά κλεισούρας 5 περιφραγμένη ιδιοκτησία 6 περιτύλιγμα chiùso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈkjuso] κλειστός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcasa [θηλ.] chiusa = ο οίκος ανοχής Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |