Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόchiusìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kjuˈsino] 1 κάλυμμα τρύπας σπηλιάς ή υπονόμου 2 πόρτα φούρνου 3 πόρτα σοφίτας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |