Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ciabattàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧabatˈtata]

παντοφλιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ciabattare ciabattino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ci (αντων.)
ci (επίρ.)
ciabatta (θηλ.ουσ)
ciabattaio (ουσ αρσ )
ciabattare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ciabattata (θηλ.ουσ)
ciabattino (ουσ αρσ )
ciabattona (θηλ.ουσ)
ciabattone (ουσ αρσ )
ciac (ονοματ.)
cialdone (ουσ αρσ )
cialtrona (θηλ.ουσ)
cialtronata (θηλ.ουσ)
cialtrone (ουσ αρσ )
cialtroneria (θηλ.ουσ)
ciambella (θηλ.ουσ)
ciambellano (ουσ αρσ )
ciampicare (ρ.αμτβ.)
cianamide (θηλ.ουσ)
cianammide (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---