cialtróne
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ʧalˈtrone]
1 απεριποίητος άνθρωπος
2 αδιάφορος εργάτης
3 τσαπατσούλης
4 πρόστυχος άνθρωπος
5 σκιτζής
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ʧalˈtrone]
1 απεριποίητος άνθρωπος
2 αδιάφορος εργάτης
3 τσαπατσούλης
4 πρόστυχος άνθρωπος
5 σκιτζής
permalink
cialtrone (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android